Ως συνέχεια της προηγούμενης ανάρτησης προς τιμήν των αγωνιστών του 1821 από τη Χαλκιδική και με την ευκαιρία της επετείου της εξέγερσης της 17ης Μαΐου 1821 στον Πολύγυρο παραθέτουμε ορισμένες υπογραφές των ηρώων του 1821.
Στις 30 Απριλίου του 1873 ο υπάλληλος του κτηματολογίου Ziya μπέης επισκεύτηκε τα Δουμπιά με σκοπό την καταγραφή της ακίνητης περιουσίας του χωριού. Η ίδια διαδικασία εφαρμόστηκε σταδιακά κατά τη διάρκεια του 1873 σε όλα τα χωριά της Χαλκιδικής.
Το έθιμο της Λαζαρίνας ήταν συνέχεια αρχαίων εθίμων, αφού υπάρχει άμεση σχέση με τα σημερινά κάλαντα και τα έθιμα της αρχαίας Ελλάδας.Τα κορίτσια οι "Λαζαρίνες", μαζεύουν λουλούδια με τα οποία στολίζουν το καλαθάκια τους μαζί με τα μικρά αγόρια τους "Λάζαρους". Την ημέρα της γιορτής, φορώντας χαρακτηριστικές ενδυμασίες και κρατώντας το καλαθάκι τους, πηγαίνουν σε όλα τα σπίτια του χωριού, τραγουδώντας τα κάλαντα του Λαζάρου… Read more!
Τότε που η Μακεδονία, ήταν ακόμη σκλαβωμένη στους Οθωμανούς...
Τότε που οι Έλληνες πάλευαν μόνοι τους σε πόλεις και σε οικισμούς λησμονημένους...
Τότε που οι Μακεδόνες πάλευαν και παλεύουν να αποδείξουν το αυταπόδεικτο...
Τότε που υπήρχαν αληθινοί Έλληνες...
Τότε...
Ας αποδώσουμε έναν ελάχιστο φόρο τιμής προς αυτούς του Ήρωες... Read more!
Προκαλεί μεγάλη συγκίνηση σε όσους ασχολούνται με την τοπική ιστορία της Χαλκιδικής το γεγονός, όταν πέρα από την ανάγνωση των ιστορικών δεδομένων για τα κατορθώματα των προγόνων μας αντικρύζουμε απομεινάρια της δράσης τους, δυστυχώς το μόνο προσωπικό τους στοιχείο είναι τα ίχνη των σφραγίδων τους. Μερικές από αυτές παρουσιάζονται παρακάτω, όποιος γνωρίζει περισσότερα στοιχεία για τα παρακάτω ονόματα παρακαλούμε ας επικοινωνήσει μαζί μας.
Στο τέλος παρατίθενται και οι σφραγίδες των αγωνιστών Τόλια Λάζου, Αγγελή Γάτσου και στρατηγού Αναστάσιου Καρατάσου.
Σφραγίδα του αγωνιστή Γιαννάκη Σταστάρη από τα χασικοχώρια (1826).
Για τον συγκεκριμένο δεν γνωρίζουμε άλλα στοιχεία.
Σφραγίδα του οπλαρχηγού Κωνσταντίνου Δουμπιώτη από τα Δουμπιά (1822) Σφραγίδα του αγωνιστή Αθανασίου από τα χασικοχώρια (1827). Επίσης δεν υπάρχουν άλλες γνωστές πληροφορίες γι'αυτόν.Σφραγίδα του οπλαρχηγού Αποστολάρα Βασιλείου από το Γομάτι (1824). Οι Γοματιανοί ας γνωρίσουν τους ήρωές τους.
Σφραγίδα μιας άλλης μεγάλης μορφής από το Γομάτι του καπετάν Στεριανού Μαρίνου (1828).Ο Στεριανός Μαρίνος έχτισε το 1827 στη Σκόπελο το ναό των Ταξιαρχών.
Η σφραγίδα του οπλαρχηγού από τη Μηλιά Ολύμπου Τόλια Λάζου
Η σφραγίδα του αρχηγού των Μακεδόνων αγωνιστών του 1821 στρατηγού Αναστάσιου Καρατάσου
Η σφραγίδα του αγωνιστή της Έδεσσας Αγγελή Γάτσου (1819)
Η παρακάτω διαθήκη ανήκει στον πρόγονο της χαμένης σήμερα οικογένειας Ζήκου, Τάσιου Αθανασίου, συντάχθηκε ενώπιον του επισκόπου Αρδαμερίου Κωνστάντιου Ματουλόπουλου (1876-1889) στη Γαλάτιστα το 1879. Ο Τάσιος Ζήκος γεννήθηκε γύρω στα 1820/30 και απεβίωσε μετά το 1879, απέκτησε τέσσερα γνωστά παιδιά τον Αθανάσιο, τον Βασιλικό, την Κρυστάλω και την Αθανασία. Η Κρυστάλω παντρεύτηκε τον Αστέριο Ρεσιτνικιώτη και η Αθανασία τον Σαραφιανό Μητσιά.
Eν Γαλατίστη σήμερον τη 6η Νοεμβρίου 1879 ημέρα δε της εβδομάδος Σαββάτω εν τη των συνεδριάσεων αιθούση της ιεράς επισκοπής, ενώπιον της ημών ταπεινότητος και των περί αυτήν εντίμων δημογερόντων παραστάς ο Τάσιος Αθανασίου Ζήκου κάτοικος Δουμπιών γνωστός και πάσης συγγενείας ξένος ημών εδήλωσεν την θέληση αυτού ίνα συντάξει την διαθήκην του. Βεβαιωθείσα τοίνυν η ταπεινότης ημών ότι ο διαθέτης σώας έχει τας φρένας και πάσης ασθενείας ανεπηρέαστος εστίν προέτρεψεν αυτόν ίνα ελευθέρως εκθέσει την θέλησιν και την διάθεσιν αυτού. Τότε αυτός εξέθηκεν ενώπιον ημών και των παρακαθημένων δημογερόντων την τελευταίαν αυτού θέλησιν έχουσαν ακριβώς ως εξής: Αποκαθιστώ κληρονόμον μου τον υιόν μου Βασιλικόν και τον εγγονόν μου Ζαχαρίαν και εις αυτούς αφήνω και κληροδοτώ άπασαν την κινητήν και ακίνητην περιουσίαν μου, εις τας δύο θυγατέρας μου Αθανάσων και Κρυστάλαν εκτός της δοθείσης προικός έδωκα και ου μόνον το ανάλογον αυτών μερίδιον αλλά και πλέον του δέοντος ως και οι συγχώριοι μου γνωρίζουσιν, διανεμομένη ως έπεται : εις τον υιόν μου Βασιλικόν αφήνω πέντε γελάδια και έναν όνον, εις τον εγγονόν μου Ζαχαρία αφήνω τέσσερα γελάδια. Εις αμφοτέρους ήτοι εις τον υιόν μου Βασιλικόν και εις τον εγγονόν μου Ζαχαρίαν αφήνω ανά ημίσειαν εκ της οικίας μου μετά των εν αυτή εξ ημισείας επίπλων και σκευών, ανά ημίσειαν αχυρώνα και ημίσεως αλωνίου, ανά τρεις σποράς εκάστω αμπέλι κείμενον εις την θέσιν «Νέρατζες», ανά ημίσειαν και ήμιση σπορά αμπέλι επίσης εκάστω εις θέσην «Γεφύρι», και ανά δύο σποράς επίσης εκάστω εις θέσιν «Γκούζιαβο», ανά ένα στρέμμα μπαχτσέν εκ μωρεοδέντρων εις θέσιν «Σπανούτον όχτον», ωσαύτως ανά δύο σποράς μπαχτσέ εις θέσιν «Παλαιόν Σταλό» μετά μωρεοδέντρων, εις θέσιν «Παλαιόν κεραμαργιόν» επίσης ανά τρεις σποράς μπαχτσέν, ωσαύτως ανά δύο σποράς μπαχτσέν εις θέσιν «Πουργιά», επίσης μπαχτσέν εις θέσιν «Μεσαρές» ανά ένα στρέμμα. Εις αμφοτέρους ανά τρία στρέμματα χωράφι εις θέσιν «Πακλά ταρλάν», ωσαύτως χωράφιν εις θέσιν «Μαλακού αγκορτσιά» ανά δύο στρέμματα, επίσης χωράφι εις θέσιν «Χριστόφορον» ανά δύο στρέμματα, έτερον ανά δύο στρέμματα εις «Μαμκλαδί», εις «Τράματα τηνράχην» ανά δύο στρέμματα, και ανά δύο στρέμματα εις θέσεις «Μπατίνα», «Τσάκα ραχόνα», «Πόντα ράχη», «Τσούκα», «Παπά Πέιου αγκορτσιές», «Βαθύλακκα», «Ρόβαλη ράχη», «Γκορνίτσι», «Ασπροβόλες», «Δύο καρές», «Μπράβαν», «Καλόγερον», «Γκαλνί», «Άγιον Ηλίαν», «Καρά Νικόλα αμπέλια». Επειδή ο εγγονός μου Ζαχαρία υφίσταται τα του γήρατός μου βάρη περιποιούμενός μοι κάλλιον του υιού μου Βασιλικού, υποχρεούται και τα μνημόσυνά μου να επιτελέσει, μετά θάνατόν μου αφήνω αυτώ έτη εν στρέμμα χωράφι εις θέσιν «Ράματα ράχιν», έτι δε εν στρέμμα εις θέσιν «Παζαρόστραταν», τρεις σπορές εις «Κουφόπετρες» και δύο στρέμματα εις θέσιν «λάκκον». Εις τον ίδιον αγήνω προσέτι εν αμπέλιον τρεις σποράς εις θέσιν «Τοίχον», δύο αγελάδια και μία φοράδα. Αύτην έστιν η τελευταία βούλησής μου, αύτη έστιν η διαθήκη μου, αξιώ δε και προτρέπω πάντας ως ιεράν θεωρήσωσιν, όστις δε θελήσει να ανατρέψει αυτήν έστω υπό το βάρος των αρών της εκκλησίας. Προτραπείς δε να υποδείξει κτελεστάς της διαθήκης του ταύτας ανθρώπους τιμίους, προς ους έχει απόλυτον εμπιστοσύνην, ούτος υπέδειξε τους συγχωρίους του Παναγιώτη και Αργύριον Γεωργάκη Τσιουρέλα.
Τάσιος Αθανασίου βεβαιώ τα άνωθεν και ως αγράμματος υπογράφω δια χειρός του εφημερίου του χωρίου μου παπά Νικολάου.
«Νύχτα μπήκαμε στο Μοναστήρι… Είναι μια μεγάλη πολιτεία σερβική, που οι κάτοικοί της είναι Έλληνες…Μιλάνε ψιθυριστά, περπατάνε τρομαγμένα..»
Στρατής Μυριβήλης, Η ζωή εν τάφω
Το Μοναστήρι υπήρξε η γεωγραφική και πνευματική καρδιά της Πελαγονίας. Η σύσταση του πληθυσμού της κατά την οθωμανική εποχή ήταν πολυεθνική. Κατοικούσαν Έλληνες, Βούλγαροι, Οθωμανοί ποικίλων εθνοτικών καταγωγών, Τσιγγάνοι, Αρμένιοι. Θρησκευτικά υπήρχαν χριστιανοί (ορθόδοξοι, λίγοι ουνίτες και διαμαρτυρόμενοι), εβραίοι και μουσουλμάνοι. Ο περιηγητής Victor Berar περιγράφει το Μοναστήρι κατά τα τέλη του 19ου αιώνα: «Στη χριστιανική συνοικία του μοναστηριού είναι αδύνατο να μη νιώσεις τον Έλληνα σε κάθε σου βήμα. Τα μεγάλα τετράγωνα σπίτια με τις τσίγκινες στέγες, τα παράθυρα και τα τζάμια, τα bow-windows, τα πέτρινα μπαλκόνια φανερώνουν με την πρώτη ματιά την αγάπη του έλληνα για τον ήλιο και το φως. Έτσι είναι χτισμένη και η παραλία της Σμύρνης, έτσι και οι πλατείες της Αθήνας. Το σπίτι του έλληνα στην πρόσοψη, όλο πορτοπαράθυρα, μπορεί να είναι κάπως άβολο για τον ιδιοκτήτη του, φαίνεται όμως τόσο μεγάλο, τόσο ωραίο, τόσο επιθυμητό στο διαβάτη.
Μουσουλμανικό το Μοναστήρι στα βόρεια, στους κήπους, στις λεύκες, στα κυπαρίσσια, στα πλατάνια που απλώνουν τη σκιά τους πάνω σε ναργιλέδες και σε τουρμπάνια. Ελληνικό στα νότια, στα ξενοδοχεία της ανατολής, στους πύργους της Ανατολής, τους πύργους του Άιφελ, στα μπαλκόνια με τις πολύχρωμες προσόψεις, τους ντενεκέδες, τους πωλητές λαδιού, σαρδέλας και πετρελαίου. Εβραϊκό σε μερικούς δρόμους ενός παλιού γκέτο, δρόμους σκοτεινούς, γεμάτους ασπρόρουχα, παλιοκούρελα και γυναίκες με μάτια που φανερώνουν το βίτσιο. Αυτό είναι το Μοναστήρι που βλέπουμε στα μάτια μας…».
Το Μοναστήρι (Μπίτολα το ονομάζουν σήμερα) είναι χτισμένο δίπλα στον ποταμό Δραγόρα, στους πρόποδες του όρους Περιστέρι το 349 π.χ. Ο Φίλιππος ίδρυσε την πολιτεία της Ηράκλειας, τα ερείπια της οποίας βρίσκονται κοντά στη σημερινή πόλη. Στα μεσαιωνικά χρόνια συναντάται ως «Βουτόλιον». Σημαντική ημερομηνία είναι το 972 μ.Χ. όταν ο Βούλγαρος τσάρος Συμεών κυριεύει την πόλη. Είχε προηγηθεί η συντριβή των Βυζαντινών στρατευμάτων από τον Κρούμο σε μια περιοχή που μέχρι σήμερα ονομάζεται «Sare Grek» δηλαδή «Τόπος καταστροφής των Ελλήνων».
Οι Βυζαντινοί του Βασιλείου του Β’ επανακτούν την πόλη, η οποία θα περάσει στον έλεγχο των Οθωμανών το 1382. Από τότε εμφανίζεται η ονομασία «Μοναστήρι», εξαιτίας ενός μοναστηριού που υπήρχε κοντά και ήταν η έδρα του μητροπολίτη Πελαγονίας και Άνω Μακεδονίας.
Η χρυσή εποχή της πόλης θα είναι μετά τα ορλωφικά, όταν μετά την καταστολή της ελληνικής επανάστασης του 1770, πλήθη Ηπειρωτών και Δυτικομακεδόνων προσφύγων θα κατακλύσουν την πόλη. Το 1830 η πόλη θα έχει 25.000 κατοίκους, εκ των οποίων τα 2/3 θα είναι Έλληνες, κυρίως βλαχόφωνοι.
Με την εμφάνιση του βουλγαρικού εθνικισμού και τον ανταγωνισμό των εθνικών ομάδων στη Μακεδονία, το Μοναστήρι θα μετατραπεί από το 1870 στο σημαντικότερο ελληνικό πολιτικό κέντρο.
Η τελευταία οθωμανική απογραφή του 1910 αναφέρει πληθυσμό 40.000 ατόμων, ενώ οι επίσημες εκτιμήσεις της ελληνικής Μητρόπολης του 1912 θα μιλούν για 43.000.
Η μοίρα της πόλης, που απέχει μόλις 15 χιλιόμετρα από τα σύνορα, θα κριθεί στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο, όταν στις 5 Νοεμβρίου του 1912 θα καταληφθεί από τα σερβικά στρατεύματα. Οι Σέρβοι θα ακολουθήσουν πολιτική εθνικής καταπίεσης των Ελλήνων και εποικισμού της περιοχής από φιλικούς σλαβικούς πληθυσμούς. Η περιοχή του Μοναστηρίου θα υποστεί τις γνωστές σκληρές διαδικασίες αλλοίωσης της εθνικής φυσιογνωμίας που επέφερε η εποχή του έθνους-κράτους και άλλαξε ριζικά το παλιό πολυεθνικό πρόσωπο των κοινωνιών.
Υπολογίζεται ότι έως το 1935 θα εγκατασταθούν στην περιοχή 19.000 οικογένειες Σέρβων και Βόσνιων, ενώ περισσότερες από 8.000 ελληνικές κατοικίες θα δημευτούν προς όφελος των εποίκων. Το ελληνικό προξενείο Μοναστηρίου θα κλείσει το 1923 ενώ το 1924 θεσπίζεται απαγόρευση ομιλίας της ελληνικής γλώσσας σε δημόσιο χώρο, καθώς και η ανάρτηση ελληνικών επιγραφών στα καταστήματα. Πέντε χρόνια αργότερα θα κλείσουν τα ελληνικά σχολεία.
Χιλιάδες Έλληνες θα πάρουν το δρόμο της προσφυγιάς και θα καταφύγουν στα ελεύθερα ελληνικά εδάφη.
Βυζαντινό Μουσείο Καστοριάς
-
Η Καστοριά υπήρξε ένα σημαντικό περιφερειακό κέντρο της
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η βυζαντινή τέχνη γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση από
τον 10ο αι. μ.Χ...